- εμμηνοληξία
- εμμηνόπαυσις (-εως), εμμηνοπαοσία η мед. менопауза, прекращение менструаций
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εμμηνοληξία — η η εμμηνόπαυση … Dictionary of Greek
εμμηνοληξία — η (ιατρ.), η εμμηνόπαυση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εμμηνόπαυση — η (ιατρ.), η οριστική κατάπαυση (σταμάτημα) της ωορρηξίας και της εμμηνόρροιας της γυναίκας, εμμηνοληξία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)